καθαρευουσιάνος — ο θηλ. α ο οπαδός της καθαρεύουσας: Υπάρχουν ακόμη μερικοί καθαρευουσιάνοι στην Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλωσσοκαθαριστής — ο (σκωπτικά) αυτός που καθαρίζει τη γλώσσα, ο καθαρευουσιάνος … Dictionary of Greek
καθαρευουσιάνικος — η, ο [καθαρευουσιάνος] (συν. ειρων.) αυτός που ανήκει, που αναφέρεται ή έχει σχέση με την καθαρεύουσα … Dictionary of Greek
καθαρευουσιανισμός — ο [καθαρευουσιάνος] η τάση να χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα στον προφορικό και κυρίως στον γραπτό λόγο … Dictionary of Greek
καθαρεύω — (AM καθαρεύω) [καθαρός] είμαι καθαρός (ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος αρχ. 1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.) 2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν… … Dictionary of Greek
καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] … Dictionary of Greek
Άννινος, Μπάμπης — (Αργοστόλι 1852 – 1934).Δημοσιογράφος, λόγιος και κωμωδιογράφος. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αργοστόλι και στη μετέπειτα σταδιοδρομία του υπήρξε αυτοδίδακτος. Μετά από ένα ποιητικό ξεκίνημα στην Κεφαλονιά (Λυκαυγές,1872), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek